Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν θεσμούς που, εξ ορισμού, βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες, ο εκδημοκρατισμός και γενικότερα η αναβάθμιση των εσωκομματικών τους  διαδικασιών μπορεί να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος και, με κάποιο τρόπο, να βάλει φρένο στη δημοκρατική απομείωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Ωστόσο, οι κυρίαρχες αντιλήψεις, εμμέσως, θεωρούν τα πολιτικά κόμματα εξωτερικούς θεσμούς στη συγκρότηση και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εσωκομματική δημοκρατία δεν αποτελεί μόνο την ελεύθερη, και αποτελεσματική έκφραση τάσεων και απόψεων εντός του κόμματος, αλλά και τη συνθήκη για την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική.

Η επαγγελματοποίηση των κομματικών ηγεσιών τις παγιώνει, και το κόμμα, από οργάνωση με συγκεκριμένους στόχους, μετασχηματίζεται σε μηχανισμό για τη διατήρηση των «ολίγων». Με αυτό τον τρόπο, η κομματική «οργάνωση γεννά την κυριαρχία των εκλεγομένων πάνω στους εκλέγοντες και των εντολοδόχων πάνω στους εντολείς».

Το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας  συναρτάται στενά με πολλούς παράγοντες: σχέσεις, διαδικασίες και δομές της πολιτικής οικονομίας του κομματικού ανταγωνισμού, το «γενετικό πρότυπο» κάθε κόμματος, τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας, τη λειτουργία και τις έξεις άλλων θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης (κινήματα, ΜΚΟ), αλλά και κοινωνικής εκπροσώπησης (συνδικάτα, τοπική αυτοδιοίκηση).

Τα πολιτικά κόμματα αντλούν πλέον συστηματικά πολιτικούς, οικονομικούς και συμβολικούς πόρους από το κράτος. Αν δεν αδιαφορούν για την κοινωνία και τους πόρους που κατά παράδοση τους παρείχε (χρηματοδότηση, κοινωνική εκπροσώπηση, κοινωνικήδέσμευση των πολιτικών προταγμάτων), πρακτικά θεωρούν την κοινωνική δέσμευση δευτερεύουσα.

Το κέντρο βάρους του κομματικού ανταγωνισμού μετατίθεται στο κράτος. Τα κόμματα διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο με βάση την ικανότητά τους να διαχειριστούν τα κρατικά προτάγματα.

Η πολιτική υποκαθίσταται από ορθόδοξους οικονομολόγους που μιλούν την «αλήθεια των αριθμών», γραφειοκράτες εκτός διαδικασιών λογοδοσίας και το πλέγμα των ΜΜΕ, που ορίζουν το κοινό συμφέρον. Η πολιτική συρρικνώνεται σε «διαβούλευση» ανάμεσα σε ορθοφρονούντες ειδικούς, το κράτος μετασχηματίζεται σε θεματοφύλακα της αγοράς και τα κόμματα σε προστάτες/διαχειριστές αυτής της διαδικασίας.

 

Τα παραπάνω συγκροτούν, σχηματικά, το πλαίσιο μέσα από το οποίο πρέπει να συζητήσουμε ένα σχέδιο αναβάθμισης της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Η κρίση των κομμάτων και ο παραγκωνισμός τους στη λειτουργία της δημοκρατίας κινείται στην κατεύθυνση της κυρίαρχης αντίληψης που θέλει την κοινωνία στο περιθώριο, ουσιαστικά αποκλεισμένη από την εμπλοκή της στο πολιτικό γίγνεσθαι.

Έτσι, ιδέες που θεωρούν ότι τα κόμματα και η δημοκρατική τους λειτουργία μπορούν να υποκατασταθούν από άλλους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, κινήματα και ΜΚΟ ή απλουστευτικές λύσεις που θεωρούν πανάκεια την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας και την ηλεκτρονική διαβούλευση δεν απαντούν στο πρόβλημα. Τα κόμματα αποτελούν μοναδικό θεσμό που μετατρέπουν κοινωνικά αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα με το οποίο ζητούν τη λαϊκή ψήφο για να διαχειριστούν την πολιτική εξουσία, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα κινήματα ή άλλες συλλογικότητες. Από την άλλη, «το να προσφέρεις στους πολίτες την επιλογή να λένε “ναι ή όχι” δεν είναι το ίδιο με το προσφέρεις εναλλακτικές προτάσεις και να τους εμπλέκεις σε ένα δημόσιο διάλογο ιδεών».

Τα κόμματα αποτελούν τους πνεύμονες της δημοκρατίας, και η δημοκρατική οργάνωση την εγγύηση ότι επιτελούν αυτή τη λειτουργία αποτελεσματικά. Σήμερα, η πρόκληση της προστασίας της δημοκρατίας, και ακόμα περισσότερο η σφυρηλάτησή της, είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Καθώς κρίση βαθαίνει, ο κίνδυνος πλήρους πολιτικής/δημοκρατικής αποσταθεροποίησης προβάλλει ως υπαρκτό ενδεχόμενο: προέχει η κυβερνητική αποτελεσματικότητα και όχι η δημοκρατία και οι κανόνες του κράτους δικαίου, υποστηρίζουν ποικίλοι απολογητές της τρέχουσας ηγεμονικής αντίληψης.

Η εμπέδωση της εσωκομματικής δημοκρατίας αποτελεί, εκτός των άλλων, και πεδίο αντίστασης απέναντι στην επικράτηση τέτοιων απόψεων.