Καθυστερήσεις στην εκδίκαση και την τελεσιδικία αποφάσεων που αγγίζουν τα όρια της αρνησιδικίας…
Άσκηση δια δικαστικών αποφάσεων πολιτικής (συχνά με δημοσιονομικές επιπτώσεις, άρα και με συνέπειες εις βάρος των αδύναμων ή μη επαρκώς οργανωμένων ή μη επαρκώς εκπροσωπούμενων κοινωνικών κατηγοριών)… Ανασφάλεια στον τρόπο εφαρμογής του δικαίου… Εξαρτήσεις
ή «χρέη» της δικαστικής προς την εκτελεστική εξουσία… Άθλια λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος: στην ουσία λειτουργεί ως μεταπτυχιακό ή ως πρακτική άσκηση επί του εγκλήματος… Σύστημα και τρόπος εφαρμογής ποινών που δεν ευνοούν ούτε τη γενική ούτε την ειδική πρό-
ληψη… Κοκ… Αυτές, μαζί με πολλές άλλες, είναι οι βασικές παθολογίες και παθογένειες του δικαστικού, δικαιοδοτικού και σωφρονιστικού της χώρας μας. Κατά συνέπεια με πρόθεση συμβολής σε ένα τέτοιο διάλογο καταθέτω κάποιες σχετικές προτάσεις.

1. Η διατήρηση του ομφάλιου λώρου μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Η δικαστική λειτουργία είναι πασιφανές πως συνίσταται στην άσκηση ουσιωδέστατης πολιτειακής εξουσίας
(«ο τύραννος στις δημοκρατίες είναι ο ανακριτής», έλεγε ο Β. Ουγκώ), χωρίς ωστόσο οι λειτουργοί της να διαθέτουν, τουλάχιστον στη χώρα μας, άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Άλλο, όμως, πολιτική και άλλο η -στενά- εκτελεστική εξουσία. Προτείνω, για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης: να  απαιτείται μια ειδική πλειοψηφία, πχ των 2/3 των μελών του, ενός οργάνου στη σύνθεση του οποίου θα  συμμετέχουν αναλογικά και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, εφόσον υπερέβησαν ένα εκλογικό
ποσοστό, υψηλότερο ίσως του απαιτουμένου για την εκπροσώπησή τους στη Βουλή. Ενώ σκόπιμη, πιθανότατα, θα ήταν η αυτοδίκαιη και με ισότιμη ψήφο συμμετοχή στο όργανο αυτό
των απερχόμενων ηγεσιών των ανώτατων δικαστηρίων, εκπροσώπων των μεγαλύτερων δικηγορικών συλλόγων της χώρας, των νομικών σχολών, ενός εκπροσώπου του ΠτΔ, ενδεχομένως των πρώην προέδρων αυτοπροσώπως κλπ.

2. Επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως προς τις θεσμοθετημένες ή υπό θεσμοθέτηση προβλέψεις εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, επί ποινικών υποθέσεων σχετικά μικρής ποινικής απαξίας θα μπορούσε να προβλεφθεί η απευθείας τελεσιδικία πρωτοβάθμιων αποφάσεων τριμελών δικαστηρίων, εφόσον λαμβάνονται ομοφώνως, αλλά και με συμφωνία του εισαγγελέα έδρας. Ενώ για τα βαρύτερα εκ των πλημμελημάτων θα μπορούσε επίσης να θεσμοθετηθεί η τελεσίδικη εκδίκασή τους σε πρώτο βαθμό από εφέτες ή προέδρους πρωτοδικών. Επίσης, σκόπιμη θα ήταν η πειθαρχική δίωξη δικαστών, επιρρεπών στις συχνές και άνευ βασάνου αναβολές.
3. Μερική αναστολή ποινής. H έκδοση ποινών με μερική αναστολή, του τύπου «δύο μήνες εγκλεισμός σε φυλακή και τρία χρόνια φυλάκιση με αναστολή», τότε η προοπτική φυλάκισης -και η κοινωνική της απαξία-ασφαλώς θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά. Ενώ το «επι κρεμάμενο υπόλοιπο», πιθανότατα θα απέτρεπε τις πράξεις υποτροπής των αποφυλακιζόμενων με μια τέτοια εκκρεμότητα.

4. Ειδικός τόπος έκτισης ποινών. Παράλληλα προς τους προβλεπόμενους πλέον εναλλακτικούς τρόπους
έκτισης ποινών (συνήθως με την παροχή κοινωνικού έργου), θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα έκτισης ποινών εκτός φυλακής -π.χ. σε μικρά νησιά της αγόνου γραμμής υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ποιες; Α) Η φύση της πράξης και η προσωπικότητα του καταδικασθέντος -«εγκληματίας εκ περιστάσεως» ή «ειδικών συνθηκών»- να δημιουργούν τη βεβαιότητα πως αυτός, μη εγκλειόμενος σε σωφρονιστικό κατάστημα, δεν αποτελεί κίνδυνο για τους άλλους ανθρώπους. Β) Η τοπική κοινωνία να συμφωνεί στη «φιλοξενία» τέτοιου είδους καταδίκων. Γ) Ο καταδικασθείς να αναλαμβάνει ο ίδιος το πλήρες κόστος της διαμονής του στον τόπο του περιορισμού του, κάτι που και εξοικονόμηση δημοσίου
χρήματος θα επέφερε και την τοπική κοινωνία θα ενίσχυε.

5. Κατηγοριοποίηση σωφρονιστικών συστημάτων. Να καταστεί επιβεβλημένος ο διαχωρισμός των κρατούμενων ανάλογα προς τη φύση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, την αξιολόγηση -από δικαστές, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς- της προσωπικότητάς τους, την ηλικία τους, το
αν είναι υπότροποι, το αν θεωρούνται εκπαιδεύσιμοι, αν κρίνεται πως διαθέτουν κάποιο ταλέντο κλπ. Νομίζω, λοιπόν, πως οι προαναφερόμενες προτάσεις κάτι θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην ποιότητα του δικαιοδοτικού και σωφρονιστικού συστήματος της χώρας μας.

ΑΠΟ ΤΗΣ 8/3/17 jastice statue

 

ΕΑΛΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Διάκριση της εκτελεστικής από τη δικαστική εξουσία Η χρόνια σοβαρή εξάρτηση της δικαστικής από
την εκτελεστική εξουσία σε ουσιώδη λειτουργικά της ζητήματα καταλύει στην πράξη τον διακηρυσσόμενο στο Σύνταγμα αυτοδιοίκητο χαρακτήρα της Δικαιοσύνης και προκαλεί βαθύ ρήγμα στην ανεξαρτησία της. Σαφώς, λοιπόν, η εν λόγω εξάρτηση παρακωλύει τη Δικαιοσύνη να ενηλικιωθεί, να ωριμάσει, να νοικοκυρευτεί και να αποδώσει. Ολα τα λοιπά αίτια για την υστέρηση της Δικαιοσύνης (ανεπάρκεια υποδομών, ελλείψεις προσωπικού, προβλήματα σχετικά με τη μόρφωση, την επιμέλεια, τις διαδικασίες κ.λπ.) είναι υπαρκτά αλλά παρεπόμενα. Πρωτίστως, όμως, η εξάρτηση αυτή οφείλεται στο
ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 90 παρ. 5) το υπουργικό συμβούλιο προτείνει-επιλέγει, αναιτιολόγητα
και απρόσβλητα, ολόκληρη τη δικαστική ηγεσία (30, περίπου, ανώτατους δικαστικούς αξιωματούχους
στα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας). Συνάμα η εκτελεστική εξουσία υπολογίζει και στις  προσδοκίες και φιλοδοξίες των πολλαπλάσιων υποψηφίων, με όσα αυτό συνεπάγεται.
Είναι πλέον από μακρού χρόνου κοινώς διαπιστωμένο ότι η εκτελεστική εξουσία συνηθίζει να αναζητεί μεταξύ των υποψηφίων για θέσεις της δικαστικής ηγεσίας εκείνους που θεωρεί αρεστούς σε αυτή με
κριτήρια πολιτικά και κομματικά. Το γεγονός ότι μέσα στο διάβα των χρόνων πάντοτε υπήρξαν φωτεινές περιπτώσεις κατά τις οποίες άξιοι δικαστικοί λειτουργοί ανήλθαν δίκαια σε κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης, τις οποίες λάμπρυναν με την παρουσία και το έργο τους, δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη αλλαγής του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, ώστε να αποκοπεί επί τέλους ο ομφάλιος λώρος που συνδέει εδώ και 180 χρόνια, από τη Βαυαροκρατία μέχρι σήμερα, τις δύο εξουσίες, δικαστική και εκτελεστική. Σαφώς και ανενδοίαστα συντάσσομαι με τη γνώμη ότι οι Διοικητικές Ολομέλειες των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας πρέπει να αποφασίζουν για τις προαγωγές σε θέσεις αντιπροέδρων
με μυστική ψηφοφορία των μελών τους. Για να γίνω αντιληπτός, θα εκθέσω την άποψή μου με παράδειγμα: Στον Αρειο Πάγο υποψήφιοι αντιπρόεδροι θα είναι οι αρχαιότεροι αρεοπαγίτες σε αριθμό τριπλάσιο των προς πλήρωση κενών θέσεων. Για την εγκυρότητα της ψήφου θα πρέπει υποχρεωτικά να επιλέγονται ισάριθμοι των κενών θέσεων πλέον ενός. Λ.χ. αν είναι δύο οι προς πλήρωση θέσεις, υποψήφιοι θα είναι οι έξι αρχαιότεροι αρεοπαγίτες, με υποχρεωτική επιλογή τριών εξ αυτών. Θα αρκεί σχετική πλειοψηφία, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας θα γίνεται κλήρωση δημοσίως. Μάλιστα, το προτεινόμενο σύστημα, απολύτως αδιάβλητο, ενισχύει το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, προάγει την υπευθυνότητα των δικαστών και υπηρετεί την αξιοκρατία, αφού οι ανώτατοι δικαστές γνωρίζουν καλύτερα παντός άλλου τους υπερέχοντες μεταξύ των υποψηφίων. Στη συνέχεια στη θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου θα εναλλάσσονται κατ’ έτος οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου κατά σειρά αρχαιότητας, ενώ στη θέση του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου θα εναλλάσσονται ομοίως οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Τα αυτά, φυσικά, θα πρέπει να ισχύσουν και για τα δύο άλλα Ανώτατα Δικαστήρια. Τα υπηρεσιακά μου βιώματα, κατά την πάνω από σαράντα χρόνια δικαστική μου υπηρεσία, με έχουν οδηγήσει στην εδραία πεποίθηση για απόλυτη ανάγκη τροποποίησης του νοθευτικού της διάκρισης των εξουσιών άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως προεκτίθεται.

Του ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου επί τιμή