Ένας καθηγητής ήθελε να κάνει ένα σεμινάριο.

Βρήκε ένα ξενοδοχείο και ζήτησε την αίθουσα του και λίγα δωμάτια για τον μήνα Αύγουστο για το σεμινάριο.

Ο ξενοδόχος συμφώνησε, αλλα ζήτησε μία προκαταβολή 1000 ευρώ με τον όρο ότι εάν ακυρωθεί το σεμινάριο και ειδοποιηθεί μέχρι τον Μάιο, θα επιστρέψει τα 1000 ευρώ.

Ο ξενοδόχος πήρε άμεσα τα 1000 ευρώ προκαταβολή και αμέσως μετά τα έδωσε στον κρεοπώλη του γιατί τα χρωστούσε.

Ο κρεοπώλης στη συνέχεια τα έδωσε σε ένα κτηνοτρόφο στον οποίο επίσης χρωστούσε.

Ο κτηνοτρόφος όταν έμπαινε στην πόλη κοιμόταν στο ξενοδοχείο που αναφέραμε πριν. Χρωστούσε και ο κτηνοτρόφος και έδωσε τα 1000 ευρώ στον ξενοδόχο.

Είχε έρθει όμως ο Μάιος, και ο καθηγητής ανακοίνωσε στον ξενοδόχο ότι ακυρώθηκε το σεμινάριο, οπότε ο ξενοδόχος του επέστρεψε τα 1000 ευρώ.

Έτσι αυτά τα 1000 ευρώ αφού άλλαξαν μερικά χέρια, γύρισαν στην ίδια τσέπη. Αλλά τακτοποιήθηκαν τρεις  υποχρεώσεις, με την κίνηση των 1000 ευρώ (του κρεοπώλη, του κτηνοτρόφου, του ξενοδόχου).

Σκεφτείτε, βγάλτε συμπεράσματα, κατανοείστε το σύστημα και στείλτε μας, τις ιδέες σας. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΔΕΝ ΘΑ ΦΕΡΕΙ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ.

 

 

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ζητιανιά καθιερώνει τους αφέντες.

Όλο το κοινωνικό σύστημα καθιερώθηκε παγκόσμια γιατί οι άνθρωποι ζητούν. Όλοι ζητούν.

Καλύτερη υγεία, , παιδεία, δικαιοσύνη, συμμετοχή, προστασία, ανάπτυξη, ισότητα και τόσα άλλα. Και οι αφεντάδες δίνουν, όχι όλα, για να συνεχίζουν να ζητούν οι άνθρωποι και να συνεχίζουν οι αφεντάδες.

Κάποιοι απαιτούν και έχουμε βία και πολέμους.

Κάποιοι προσπαθούν με κοινωνικές οργανώσεις να βελτιώσουν κάτι. Τους ανέχεται το σύστημα και έτσι το ισχυροποιούν.

Το σύστημα δίνει, μα όταν δίνει  λίγο, περισσότερα    παίρνει πίσω.

Έτσι όλα κυλούν ήσυχα με  πολίτες στεναχωρεμένους, δυστυχισμένους, αγανακτισμένους, βολεμένους, χαρούμενους για λίγο, όχι όμως ευτυχισμένους.

Όλοι ζητούν να αλλάξει κάτι για το καλύτερο.

Να είναι ευτυχισμένοι, ήρεμοι, αυτάρκεις.

Κουβέντες με πολλές προτάσεις. Καλές προτάσεις.

Μερικές εφαρμόζονται αλλά δεν  αλλάζουν  το σύστημα.

Μα τότε τι μας έμεινε να κάνουμε.

Να γίνουμε βάρβαροι, να σκοτωθούμε μεταξύ μας ;

Αν θέλουμε να δούμε σε καθρέπτη τον εαυτό μας θα βρούμε τον δρόμο μας.

Να μην ζητάμε. Να δίνουμε, γα να γίνουμε και εμείς Αφέντες, τουλάχιστον του εαυτού μας.

Μα τι να δώσουμε αφού έχουμε λίγα ή καθόλου;

Και όμως έχουμε μέσα μας ένα ανίκητο πλούτο.

Την ανθρωπιά μας.

Αυτή όταν δίνουμε στην κοινωνία, ήσυχα και απλά, οι Αφεντάδες θα καταρρεύσουν.

Οι αφεντάδες θα ζητούν έλεος, και οι τύψεις τους θα τους μαστιγώνουν.

Αυτή η ανθρωπιά μας θα φτιάξει μία νέα ανθρώπινη κοινωνία.

Αυτή η ανθρωπιά δεν προσφέρεται μέσα από πολιτικούς στρατούς, κοινωνικές οργανώσεις μέσα από τον πλούτο  και την εξουσία.

Αυτή η ανθρωπιά βγαίνει από μέσα μας στο περιβάλλον όπως τα φυτά   συνεννοούνται με τις ευωδίες και τα αρώματα τους.

Τότε θα  έρθει  το καινούριο.

Τότε θα  γίνονται καινοτόμες πράξεις.

Τότε η κοινωνία θα γίνει σεβαστή μέσα σε όλες τις εξουσίες και τον πλούτο.

Τότε οι καλές νέες προτάσεις θα έχουν λόγω ύπαρξης και θα πιάνουν τόπο.

Δεν είναι άπιαστο όνειρο. Ομαδικά κινηθείτε εναντίον συγκεκριμένων νόμων, που αδικούν συνανθρώπους και βοηθούν άλλους. Καταργείστε τις πράξεις όχι μόνο τους ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι φεύγουν αλλά οι πράξεις μένουν. Δρόμος δεν υπάρχει. Φτιάξτε τον δρόμο προχωρώντας με ανθρωπιά. Δώστε την για να κερδίσει όλη η κοινωνία και εσείς.

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

Μία δασκάλα στο σχολείο ζήτησε από τα μικρά παιδιά να της γράψουν μία έκθεση πως θέλουν να περνούν στην καθημερινότητά τους.

Αφού παρέδωσαν τα παιδιά τις εκθέσεις τους, η δασκάλα εντυπωσιάστηκε από μία έκθεση την οποία διάβασε στο σύζυγό της, στο σπίτι τους.

Το παιδί έγραφε μεταξύ των άλλων :

«Θέλω στο σπίτι μου να είμαι χαρούμενος.

΄Όταν έρχεται ο πατέρας μου από τη δουλειά να ενδιαφέρεται για μένα, να μου συζητά πως πέρασε την ημέρα του και να του λέω και εγώ τις απορίες μου και τις επιθυμίες μου. Θέλω να μου μαθαίνει τα παιγνίδια μου και να παίζουμε μαζί.

Με τη μητέρα μου θέλω να ζούμε μαζί  κάθε στιγμή.

Να μου λέει ιστορίες για το σπίτι μας, τους γείτονες και να μου εξηγεί τα μαθήματα. Να με βοηθάει να καταλαβαίνω ό,τι με ενδιαφέρει.

Μέχρι τώρα οι γονείς μου έρχονται ίσως κουρασμένοι στο σπίτι και μετά το φαγητό κουβεντιάζουν μεταξύ τους και μετά βλέπουν τηλεόραση.

Εγώ ασχολούμαι με ένα tablet που μου δώρισε  ο πατέρας μου.

Αισθάνομαι μόνος και εγκαταλελειμμένος από τους γονείς μου αν και μου αγοράζουν ό,τι τους ζητήσω, κλπ.)».

Αγανακτισμένος ο σύζυγος ρωτά θυμωμένος τη δασκάλα ποιοι είναι αυτοί οι κακοί γονείς για να πάει να τους παρατηρήσει και να τους εξηγήσει το μεγάλο αυτό πρόβλημα.

Και η δασκάλα απαντά στο σύζυγό της.

Την έκθεση αυτή την έχει γράψει ο γιος μας.