Το ξίφος στόμωσε, η ζυγαριά πειράχτηκε και η τυφλή Θεά περιπαίζεται από ανοιχτομάτηδες και αετονύχηδες μέσα στον Ναό της. Πάρα τις διαβεβαιώσεις περί του αντίθετου,για την εύρυθμη
λειτουργία του ξεχαρβαλωμένου κράτους, η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί. Προφανώς κάτι δεν πάει καλά. Τα πράγματα είναι άπλα αν βγάλουμε τις σάλτσες, και δούμε γυμνό το θέμα μας. Τελικά ποια είναι η δικαιοσύνη; Η αποφάσεις των διορισμένων δικαστών ή η θέληση του δικαζόμενου λάου; Ο χρόνος τελειώνει και ερωτήματα που σπρώχνουμε κάτω από το χάλι πρέπει οπωσδήποτε να απαντηθούν. Ο Ελληνικός λαός καταληστεύεται, ξεπουλιέται και αφανίζεται από την δράση των δυο πρώτων εξουσιών, με την αγαστή συνεργασία της ανεξάρτητης τρίτης, και υπό τις επευφημίες και την κάλυψη της άτυπης τετάρτης. Οι γεμάτες σωφροσύνη άλλα και ξεκάθαρη υποκρισία φωνές, Χρησιμοποιούν τις ελάχιστες εξαιρέσεις προς διαιώνιση της διαφθοράς της οποίας είναι συνήθως εξέχοντα μέλη.Εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία, με την βοήθεια του τύπου αποτελούν μια οργάνωση με σκοπό την χαλιναγώγηση των Ελλήνων, τους οποίους «αντιπροσωπεύουν». Το ερώτημα που τίθεται είναι αν πρέπει να μας αντιπροσωπεύει κάποιος, με ποιους όρους του επιτρέπουμε να το κάνει. Θα παραθέσω μερικές σκέψεις αρχαίων φιλοσόφων για την δικαιοσύνη, πιστεύοντας ότι η ανάγνωση της αρχαίας γραμματείας πάντα βοηθάει. Ο Ξενοφών μας εξηγεί, πως από τους νόμους του Σόλωνος για τα δικαστήρια, γεννήθηκε η δημοκρατία και ο Αισχίνης μας προειδοποιεί για το πώς από την αδυναμία του λαού να τα ελέγξει, πεθαίνει. «Τρίτον δε, που σ αυτό μάλιστα λένε ότι οφείλεται η δύναμη που απέκτησε ο λαός, η δυνατότητα να καταφύγεις στα δικαστήρια (που ήταν λαϊκά). Διότι αφού ο λαός ήταν κύριος της ψήφου έγινε και κύριος του πολιτεύματος.» «Δεν ξέρετε ότι κανένας δεν
επιχείρησε να καταλύσει την δημοκρατία πριν να γίνει ισχυρότερος από τα (λαϊκά) δικαστήρια».
Έτσι λοιπόν η δικαστική εξουσία παρουσιάζεται όχι μόνο προστάτης της δικαιοσύνης αλλά και στυλοβάτης της δημοκρατίας. Όχι όμως αυτή που δικάζει «εξ ονόματος» και «αντιπροσωπεύοντας»
τον λαό, αλλά αυτή που βρίσκεται άμεσα στα χέρια του. Η δι’ αντιπρόσωπων άσκηση εξουσίας δεν
μπορεί να ονομάζεται δημοκρατία και για να είναι ανεκτή (θεωρούμενη πάντα ως ολιγαρχία) πρέπει να
δίνονται όλες οι εγγυήσεις λαϊκού ελέγχου των αρχόντων. Από τον Αισχύνη διαβάζουμε: «Τρία είναι τα πολιτεύματα σ’όλους τους ανθρώπους, η τυραννία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία. Διοικούνται δε οι μεν τυραννίες και ολιγαρχίες όπως θέλουν οι κατέχοντες την εξουσία, οι δε πόλεις οι δημοκρατούμενες σύμφωνα με τους κείμενους νομούς.» Κείμενοι νόμοι δεν υπάρχουν πια, αλλά η βουλή ψηφίζει καθημερινά καινούργιους. Σήμερα οι εκλεγμένοι άρχοντες διοικούν την πολιτεία όπως αυτοί νομίζουν, είτε καταπατώντας χωρίς έλεγχο, είτε αλλάζοντας τους νόμους, οι οποίοι αντί για να είναι σταθεροί και προστάτες των πολιτών γίνονται υποχείρια και εργαλεία της ολιγαρχίας.Με την αφαίρεση και της δικαστικής εξουσίας από τον λαό, αυτός μετέχει του πολιτεύματος μόνο ως ψηφοφόρος Ο λαός δεν μπορεί να μην κατέχει καμιά εξουσία και η δικαστική όχι μόνο είναι η πιο ισχυρή αλλά και η πιο προσιτή. Το μεγάλο πλήθος που αποτελεί μειονέκτημα στην δυνατότητα άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας, είναι όταν οργανωθεί αδιάβλητα και εναλλακτικά, πλεονέκτημα για την δικαστική. Όχι μόνο αποδίδεται καλύτερα το δίκαιο, αλλά και πιο αδιάβλητα, ενώ διατηρείται και το γενικό πλεονέκτημα της δημοκρατίας να αποφασίζει ο σίγουρα ενδιαφερόμενος για τα συμφέροντα του λαός και όχι οι έχοντες δικά τους συμφέροντα αντιπρόσωποι. Το κυριότερο όμως είναι ότι μέσω αυτής μπορούν να ελέγχονται
πραγματικά οι άλλες δυο. Ίσως υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη να διανυθεί μέχρι να μπορέσουν όλοι οι πολίτες να μετέχουν σ όλα τα αξιώματα. Νομίζω ότι η συμμετοχή τουλάχιστον στην δικαστική εξουσία θα ήταν μια καλή αρχή. Παράλληλα θα πρέπει να εκπαιδεύουμε τη νέα γενιά όχι με θολά και μπερδεμένα δόγματα, άλλα διδάσκοντας αυτά που ο Πλάτων ονόμαζε «μόνην παιδείαν». (Αυτή που κάνει τον νέο να γίνεται επιθυμητής και εραστής του να γίνει τέλειος πολίτης, γνωρίζοντας να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη.)

 

γράφει ο Γιάγκος Γιώργος