Η Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία αποτελεί τη διδακτική έκφραση της προβληματικής του σύγχρονου σχολείου, το οποίο επιδιώκει να αναπτύξει τον ολοκληρωμένο και αυτόνομο δημοκρατικό πολίτη, που θα αισθάνεται και θα λειτουργεί ως συνυπάρχων και θα είναι ικανός, όχι μόνο να ανταποκρίνεται δημιουργικά και με αποτελεσματικότητα στις προκλήσεις των ραγδαίων και απρόβλεπτων εξελίξεων της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας της εποχής μας, αλλά και να δρα ατομικά και  συλλογικά στη διαμόρφωση του «κοινωνικού γίγνεσθαι» με κριτήρια τα ατομικά δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το μοντέλο αυτό ανήκει στην «εσωτερική διαφοροποίηση» όπου η παραδοσιακή τάξη διατηρείται, απλά διαφοροποιείται η στρατηγική και οι μέθοδοι που εφαρμόζονται (ποικιλία, κατάλληλη επιλογή), χρήση εποπτικών μέσων (πραγματικά αντικείμενα, εικόνες, σύμβολα) αλλαγή στην κοινωνική οργάνωση της τάξης (μικρές ομάδες, ζευγάρια, ατομικά, μετωπικά) αλλαγή στα κριτήρια αξιολόγησης, στις ασκήσεις (αριθμός,  δυσκολία, διατιθέμενος χρόνος, δυνατότητα επιλογής, τρόποι λύσης). Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες κοινές για όλα τα μαθήματα και σταθερές, με κριτήρια τη γενική νοημοσύνη ή τη γενική τους επίδοση ή κινητές με κριτήρια την ικανότητα, την κλίση ή την επίδοση στα διάφορα μαθήματα. Είναι γεγονός ότι η ομαδική εργασία γενικώς είναι πιο ευχάριστη από την ατομική, διότι συμβαδίζει με την ανάγκη των παιδιών για δράση και ενέργεια. Ντροπαλοί και εσωστρεφείς μαθητές, οι οποίοι έχουν αναστολές και δύσκολα εμπλέκονται στις μαθησιακές δραστηριότητες, μπορούν στα πλαίσια της ομαδικής εργασίας να συμμετέχουν ενεργητικά στα δρώμενα της τάξης. Και πάνω από όλα η ομαδική εργασία επιτρέπει από τη φύση της την αλληλοβοήθεια των μελών της και την διόρθωση των λαθών σε μία χαλαρή, ευχάριστη και πλήρως υποστηρικτική ατμόσφαιρα. Η ιδεώδης ομάδα της σχολικής εργασίας αποτελείται συνήθως από δύο μέχρι πέντε μέλη. Τα κριτήρια συγκρότησης των ομάδων ποικίλλουν και ως τέτοια μπορούν να χρησιμοποιηθούν η φιλία, οι συμπάθειες, η γειτνίαση του τόπου κατοικίας, τα κοινά ενδιαφέρονται, οι κλίσεις, το πνευματικό επίπεδο, η διδακτές ύλη κλπ. Ο δάσκαλος δίνει σαφείς και –κατά το δυνατόν- γραπτές οδηγίες για τον τρόπο εργασίας και ορίζει τον χρόνο παράδοσης ή παρουσίασης της εργασίας. Μετά το πέρας των εργασιών των ομάδων πρέπει να καλούνται οι εκπρόσωποι τους, να εκθέτουν τα αποτελέσματα των εργασιών τους. Κατά την παρουσιάση ακούν όλοι οι μαθητές προσεκτικά ή παρακολουθούν τυχόν οπτικοακουστικό υλικό. Έπειτα ασκείται ή παρακολουθούν τυχόν οπτικοακουστικό υλικό. Έπειτα ασκείται καλοπροαίρετη κριτική των εργασιών από τους μαθητές και έτσι δημιουργείται γόνιμος διάλογος. Γίνεται επίσης, συνήθως και μια σύντομη συζήτηση επί των αποτελεσμάτων και μια σύνοψη από τον δάσκαλο στο τέλος σχετικά με το ότι έχουν μάθει από την ομαδική εργασία. Με τον τρόπο αυτό πιστεύουν ότι αναπτύσσουν το άτομο, αλλά ταυτόχρονα υπηρετούν και την κοινωνική αποστολή του σχολείου, που αποβλέπει στο να καταστήσει ικανούς τους μαθητές να εισέλθουν στην κοινωνική και οικονομική ζωή ως ενήλικοι.

ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο στόχος της ελληνικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα θεωρητικά και πρακτικά ήταν η παραγωγή του καλύτερου δυνατού πολίτη και όχι ο πλουτισμός –σε αντιστροφή προς τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αναζητούσε το καλό της κοινότητας και όχι το καλό του ατόμου. Βέβαια οι μέθοδοι και τα υλικά της μαθητείας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, όμως το ζητούμενο ήταν το ίδιο, η εκπαίδευση του χαρακτήρα, κάτι που οι Έλληνες γονείς ζητούσαν επίμονα από τους διευθυντές των σχολείων.Επίσης σημαντική -αν και όχι στην περίπτωση της Σπάρτης ή της Κρήτης, όπου το ιδανικό ζητούμενο ήταν η ανδρεία, η τόλμη, η στρατιωτική μαθητεία και η διακυβέρνηση- ήταν η αναζήτηση της αισθητικής και της φαντασίας, μέσω της τέχνης και της μουσικής. Τούτο γινόταν μέσω της εξατομίκευσης και της απομάκρυνσης του παιδιού από τις επιρροές της οικογένειας. Τόσο ο νεαρός Σπαρτιάτης όσο και ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι μόλις χρόνια του περνούσε όλη την ημέρα του μακριά από το σπίτι, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του στην παλαίστρα ή τους δρόμους. Μάθαινε να ξεκόβει από την οικογένειά του και να σχετίζεται με τους αυριανούς συμπολίτες του. Αναμφίβολα έχανε πολλά από αυτό το σύστημα, αλλά έτσι εξασφαλιζόταν η ενότητα και η συνέχεια της πόλης-κράτους. Όλα εξασφάλιζαν πως το παιδί θα συνειδητοποιούσε ότι είναι μέλος μιας κοινότητας, για την ευτυχία και την ευημερία της οποίας η προσωπική τους επιθυμία ή ευχαρίστηση έπρεπε να υποτάσσεται. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε και έμεινε στην ιστορική μνήμη η αίσθηση της αυτοθυσίας για χάρη της πολιτείας ή της κοινότητας. Τώρα στο χέρι μας είναι να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα της παιδείας στο παρελθόν με τα αποτελέσματα της παιδείας στο παρόν.