τεύχος 5/2016 του Γεωργίου Κ. Μπήτρου

Πριν από το 1974 η Ελλάδα διέθετε την πλέον ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη οικονομία της Ευρώπης. Χωρίς αμφιβολία ήταν η Τίγρης της Ευρώπης. Ως τέτοια πέτυχε : Υψηλότατη οικονομική ανάπτυξη (≈7% 1954-1973). Ζηλευτή σταθερότητα τιμών (≤2,5%). Θεαματική συρρίκνωση της ανεργίας (≤2,5%). Ισοζύγιο πληρωμών σε διαχειρίσιμη ισορροπία. Βελτίωση και επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών. Ελάχιστο δημόσιο χρέος (≤12,5% του ΑΕΠ το 1974).

Μετά το 1974 η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει, στην αρχή συγκρατημένα και στη συνέχεια γρήγορα. Κατά την περίοδο 1974-2008:Η οικονομική ανάπτυξη έπεσε στο ένα τρίτο (≈2,4%). Ο πληθωρισμός ήταν από 2πλάσιος μέχρι 4πλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού. Η ανεργία την περίοδο 1980-2000 υπερδιπλασιάστηκε (≈6%), ενώ τη δεκαετία του 2000 σχεδόν τετραπλασιάστηκε (≈9%).

Τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών έγιναν εκρηκτικά και συγκρατήθηκαν μόνο χάρη στην τεράστια βοήθεια από την Ε.Ε.

Τα δημόσια ελλείμματα ανέβασαν το δημόσιο χρέος σε αυτοτροφοδοτούμενο ύψος (≈125% του ΑΕΠ το 2008).

Οπότε, τελικά, από το 2009 περιήλθαμε υπό την οικονομική κηδεμονία των πιστωτών μας. Γι’ αυτό, κατά την άποψή μου, το πισωγύρισμα μετά το 1974 οφείλεται, κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, σε τρεις ομάδες άλλων παραγόντων. Η πρώτη και η πλέον σημαντική έχει να κάνει με την αντιαναπτυξιακή στροφή που πήραν οι θεσμοί του κράτους μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975. Η δεύτερη σχετίζεται με τις ανεξέλεγκτες δυσπλασίες που αναπτύχθηκαν στον χώρο της δημόσιας διοίκησης και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα λόγω του πλειοδοτικού κομματικού ανταγωνισμού και, τέλος, η τρίτη ομάδα αρνητικών  παραγόντων πηγάζει από τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Για επιβεβαίωση, επικαλούμαι τους ακόλουθους τεκμηριωμένους συλλογισμούς.

Μετά το 1974, το επιχειρηματικό περιβάλλον άλλαξε άρδην. Από τη μια μεριά, το Σύνταγμα του 1975, οι εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και οι ρυθμίσεις μιας οιονεί κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας που εισήγαγε η Ν.Δ. ως κυβέρνηση, και από την άλλη, με τις δεσμεύσεις για την εγκατάσταση σοσιαλισμού «τρίτου δρόμου» και τις άλλες διακηρύξεις του Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, το κράτος έγινε από ανταγωνιστικό έως και εχθρικό προς την επιχειρηματικότητα. Επιπλέον, η Δημοκρατία, τύποις και ουσία, υποκαταστάθηκε από την κομματοκρατία. Η δημοσιονομική πολιτική προσανατολίστηκε κυρίως στη δημόσια κατανάλωση σε βάρος των επενδύσεων σε υποδομές. Οι συνολικές και οι ιδιωτικές επενδύσεις ως ποσοστό στο ΑΕΠ μπήκαν σε μακροχρόνια πτωτική τάση. Οι ξένες επιχειρήσεις άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ελλάδα και οι ελληνικές επιχειρήσεις να φεύγουν και να εγκαθίστανται σε γειτονικές χώρες. Με άλλα λόγια, μετά το 1974, όλοι οι θεσμικοί παράγοντες και οι μακροοικονομικές πολιτικές που πριν ευνοούσαν την οικονομική ανάπτυξη αντιστράφηκαν, ενώ η δημόσια διοίκηση και οι διαρθρωτικές πολιτικές που λειτουργούσαν ανέκαθεν επιβραδυντικά ενισχύθηκαν, χωρίς περίσκεψη.

Μάλιστα, δεδομένου ότι μετά το 1984 προστέθηκε στους αρνητικούς παράγοντες και ο βαθμιαίος δασμολογικός αφοπλισμός έναντι των χωρών της Ε.Ε. , η καθίζηση της οικονομικής ανάπτυξης έγινε μονόδρομος. Με εξαίρεση τους κλάδους της ναυτιλίας και του τουρισμού, όπου οι επιχειρηματίες εκ του αντικειμένου τους έπρεπε να παλέψουν στις διεθνείς αγορές για να κερδίσουν ζωτικό χώρο, οι φιλοδοξίες, τα σχέδια και το πεδίο δράσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας περιορίστηκαν στο μικρό μέγεθος των αγορών της ελληνικής οικονομίας. Το πρότυπο ανάπτυξης που υιοθετήσαμε εξέθρεψε διαχρονικά μια κλειστοφοβική επιχειρηματικότητα, με αμυντικό προσανατολισμό και με βαθιές εξαρτήσεις από το πολιτικό σύστημα μέσω του κρατικοποιημένου τραπεζικού συστήματος. Ποτέ δεν καθιερώθηκαν αναπτυξιακά πρότυπα που βασίζονταν στις εξαγωγές και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αυτό που θα είχε συμβεί

είναι ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα θα είχε αποκτήσει εξωστρεφή προσανατολισμό κα οι επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων δεν θα περιορίζονταν από το μικρό μέγεθος των ελληνικών αγορών. Τότε το πρότυπο που θα είχε επικρατήσει θα ήταν αυτό της ανοιχτής και ανταγωνιστικής οικονομίας και κανένας πρωθυπουργός ή πολιτικό κόμμα δεν θα διενοείτο να το διαταράξει με ασυλλόγιστες επιλογές τρεις δεκαετίες αργότερα. Αλλά δυστυχώς επικράτησαν οι ιδέες και οι προτάσεις των υποστηρικτών της κεντρικά διευθυνόμενης κοινωνίας και οικονομίας, οπότε η επιχειρηματικότητα υποτάχθηκε στους κυβερνητικούς στόχους και χειρισμούς.

 

ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΩΣΤΕ ΝΑ ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΜΑΣ

Οι ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες με το δόγμα «ΠΛΟΥΣΙΟΙ λίγοι ΙΔΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΦΤΩΧΑ ΚΡΑΤΗ» κατάφεραν κατάρρευση των φορολογικών εσόδων των κρατών, σε αύξηση των μεγάλων επιχειρηματικών κερδών.

Παράλληλα το κράτος διαθέτει αστρονομικά κονδύλια για την διάσωση των τραπεζών (χωρίς εθνικοποίησή τους), καλώντας τον μεγάλο όγκο των μη προνομιούχων να πληρώσει τον λογαριασμό, καθιερώνοντας ένα καινούργιο δόγμα «ιδιωτικοποίησης των κερδών και κοινωνικοποίησης των ζημιών».

Με αυτά τα δόγματα, η φοροδιαφυγή βολεύεται και γενικεύεται παντού, όπως :

1)        Στις πολυεθνικές, α) με υπερτιμολογήσεις μεταξύ αλυσίδας εταιρειών του ιδίου ομίλου (transfer pricing), β)  offshore εταιρείες με αναγνωρισμένους διακρατικά φορολογικούς παραδείσους, γ) διαδοχικές συναλλαγές μέσα στην Ε.Ε., οι οποίες τελικά δεν πληρώνουν ΦΠΑ (Carousel), δ) μη απόδοση παρακρατηθέντων φόρων.

2)        Εκτεταμένη απόκρυψη εισοδημάτων (εργολάβων, οικοδόμων, μηχανικών, κλπ. ελεύθερων επαγγελματιών).

3)        Εμφάνιση μείωσης κερδών ή ζημιών (με εικονικά τιμολόγια κλπ., παραποίηση του Ζ των ταμειακών, μη έκδοση αποδείξεων, υποτίμηση αξίας αποθηκών, παραεμπόριο μεταξύ κρατών κλπ.).

4)        Λαθρεμπόριο (υγρά καύσιμα, τσιγάρα, μπάρ και κέντρα διασκέδασης, διακίνηση εμπορευμάτων με πλαστά παραστατικά, κλπ.

Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις μίζες στις κρατικές δραστηριότητες (το διακεκριμένο αμερικάνικο ινστιτούτο μελετών Brookings Institution εκτιμά ότι το ελληνικό κράτος χάνει κάθε χρόνο 20 δις €, δηλαδή το 8% του ΑΕΠ της χώρας-στοιχεία 2010) υποχρεώνουν τα κράτη να δημιουργούν τεράστια χρέη που πληρώνουν οι πολίτες. Επιβάλλεται οι πολίτες να αγωνισθούν για να επιβιώσουν, κερδίζοντας τον αγώνα κατά του κακού.

Να απαιτούμε Δημόσιο Λογιστικό ΄Ελεγχο και «Σεισάχθεια». Αυτό σημαίνει ότι κάθε χώρα οφειλέτης ανοίγει τον φάκελο δημοσίου χρέους, ώστε να μάθουν τόσο οι πολίτες της, όσο και η διεθνής κοινή γνώμη ποιοι την δάνεισαν, τι και για ποιο σκοπό. Που πήγαν τα κονδύλια αυτά, τι συμβάσεις υπεγράφησαν, ποιοι ωφελήθηκαν, κλπ. ΄Ετσι θα τεκμηριώνεται ποιο τμήμα του χρέους πήγε πράγματι επ’ ωφελεία της κοινωνίας και ποιο τμήμα της αναιτίως σπαταλήθηκε και ο λαός νομιμοποιείται να ζητήσει την μη πληρωμή του από αυτόν.

Είναι καιρός να συγκροτήσουν οι κοινωνίες θεσμικά την δική τους «τρόϊκα» που θα ελέγξει τους πιστωτές και τους ελεγκτές του. Δεν αρκεί η κοινωνία να εκτονώνεται μόνο με θέματα δημοκρατικού εφησυχασμού (όπως η νομιμοποίηση της κάνναβης, ή μπούργκα, οι κάμερες στους δρόμους, οι συμπεριφορές, κλπ.).

Η αγανάκτηση θα ξεσπάσει, μόνο που είναι άοπλη, χωρίς την γνώση των μηχανισμών που την προκάλεσαν και χωρίς πολιτικό υπόβαθρο. Οι λύσεις, να γυρίσουμε την πλάτη στο σύστημα, να καταργηθεί το χρέος, να πάρουμε στην κατοχή μας τις τράπεζες, να υποτάξουμε το σύστημα, είναι γνωστές και οι γνώσεις των ανθρώπων για οικονομία δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε, από τους διαχειριστές του συστήματος.

Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε τόσο με μια δραστηριοποίηση «τεχνικού» και οικονομικού χαρακτήρα, όσο με έναν πολιτικό και κοινωνικό αγώνα.

Οι κρατούντες θα τον χλευάζουν,  ότι διεκδικούν οι πολίτες το ανέφικτο.

Είναι όμως καιρός να θυμηθούμε την προτροπή του Ζαν Πολ Σαρτρ «Μην ντραπείτε να ζητήσετε το φεγγάρι».